Διδακτορικά (ολοκληρωμένα)

Σιγούντου Βασιλική. 2022. «Η ίδρυση και τα πρώτα χρόνια της Σχολής Φυσικών και Μαθηματικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών (τέλη 19ου αι. – 1922): Καίρια ζητήματα, μετέωρα βήματα». (Eπιβλέπων Παναγιώτης Κιμουρτζής).

Η παρούσα διατριβή διατυπώνει τη θέση ότι δύο καίρια ζητήματα δέσποσαν στον χώρο των πανεπιστημιακών σπουδών στις φυσικές και μαθηματικές επιστήμες από τα τέλη του 19ου αιώνα έως την έναρξη του μεσοπολέμου. Το πρώτο σχετιζόταν με το αίτημα το Πανεπιστήμιο Αθηνών να παρέχει μία εξειδικευμένη εκπαίδευση στις φυσικές επιστήμες, είχε επίκεντρο τις χημικές σπουδές και επαγγελία τη δημιουργία ενός επιστημονικού δυναμικού προσανατολισμένου στον παραγωγικό τομέα της οικονομίας. Το δεύτερο συνδεόταν με τη συζήτηση για τις αποστολές του Πανεπιστημίου και συγκεκριμένα με την προβολή της επιδίωξης να ενισχυθεί η ερευνητική διάσταση στο έργο του, παράλληλα με την εκπαιδευτική αποστολή. Τα δύο ζητήματα συνδυαστικά ανέδειξαν ένα μείζον τρίτο: την εξεύρεση των πόρων που θα εξασφάλιζαν μία ανάπτυξη σύστοιχη με τις νέες προτεραιότητες για την εκπαίδευση και την έρευνα.

Υπό το πρίσμα αυτών των καίριων ζητημάτων η διατριβή εξετάζει την πορεία προς την ίδρυση της Φυσικομαθηματικής Σχολής και τα πρώτα χρόνια της αυτόνομης λειτουργίας της. Κύριοι άξονες της μελέτης είναι η συγκρότηση, αφενός, του καθηγητικού σώματος και, αφετέρου, του επιστημονικού προσωπικού των εργαστηρίων και των μουσείων το οποίο, στο εξεταζόμενο διάστημα, είχε λάβει κρίσιμο μέγεθος που ευνοούσε αλλαγές στο ακαδημαϊκό επάγγελμα. Ειδικότερα, η διατριβή διερευνά τις διεργασίες γύρω από την ίδρυση του Τμήματος Χημείας. Αναδεικνύει τις βαθύτερες χρονικές ρίζες του εγχειρήματος και ερμηνεύει την τελική ίδρυση του χημικού πτυχίου με βάση τη συνθήκη που όρισαν τρεις αλληλένδετες παράμετροι: οι επιρροές από την ευρωπαϊκή συζήτηση για την ανώτατη εκπαίδευση και οι τροπές της λόγω της βίωσης του πολέμου· οι εσωτερικές συνθήκες στην Ελλάδα και η επιδίωξη να διατυπωθεί ένα αφήγημα με οραματική προοπτική για τη χώρα· καθώς και σχέδια για τον ρόλο της Ελλάδας εντός μίας ευρύτερης κατανομής ισχύος στον γεωπολιτικό χάρτη.

Βέρρα Μαριλίνα. 2022. «Πανεπιστημιακές Σπουδές και ΤΠΕ: Η επίδραση των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας στη διαμόρφωση της επαγγελματικής ταυτότητας και των εκπαιδευτικών πρακτικών των φοιτητών Παιδαγωγικών Τμημάτων». (επιβλέπων Γιώργος Σταμέλος).

Ένας από τους ρόλους της εκπαίδευσης είναι να συμβαδίζει με το κοινωνικό «γίγνεσθαι». Οφείλει να παρέχει αγωγή και μόρφωση και παράλληλα να δημιουργεί πρόσφορο έδαφος, ώστε να καλλιεργούνται ικανότητες και δεξιότητες που θα χρησιμεύσουν στον αυριανό πολίτη, ως κοινωνικό ον και ως επαγγελματία. Οι βάσεις της εκπαίδευσης τίθενται στο σχολείο και δημιουργείται το ερώτημα ποιος και πώς διδάσκει στο σημερινό σχολείο. Πόσο καλά καταρτισμένος είναι ο εκπαιδευτικός που θα μπει στη σχολική τάξη, ποιες ικανότητες και δεξιότητες έχει αναπτύξει ο ίδιος κατά την εκπαίδευσή του και πώς μπορεί ή σκοπεύει να μεταδώσει αυτά τα στοιχεία στους μαθητές και τις μαθήτριές του.

Λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι ζούμε στην κοινωνία της γνώσης και στην κυριαρχία των ψηφιακών μέσων, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι έχουμε ανάγκη μία πιο ανοικτή και καινοτόμο εκπαίδευση, απολύτως εντεταγμένη στην ψηφιακή εποχή. Χρειάζεται οι μαθητές/τριες που φοιτούν στο σχολείο του σήμερα να εκπαιδεύονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να ανταποκριθούν στις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουν ως ενεργοί πολίτες του αύριο. Κι όταν το αύριο είναι απόλυτα συνυφασμένο με τις Τεχνολογίες της Πληροφορίας και Επικοινωνίας (ΤΠΕ), καθίσταται σαφές ότι το σχολείο δεν μπορεί να είναι αποκομμένο από την τεχνολογία.

Σκοπός της παρούσας εκπαιδευτικής έρευνας είναι να συμβάλει – έστω και ελάχιστα – στη βελτίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η εκπαιδευτική έρευνα στοχεύει σε αυτό μέσα από τη συστηματική εξέταση κάθε εκπαιδευτικής άποψης αναφορικά με τη μάθηση των μαθητών, τις διδακτικές μεθόδους, την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών και τη δυναμική των τάξεων (Anderson & Arsenault, 1998).  Συγκεκριμένα η δική μας έρευνα επιδιώκει να διερευνήσει αν οι σημερινοί/ές φοιτητές/τριες των Παιδαγωγικών Τμημάτων – και άρα αυριανοί/ές διδάσκοντες/ουσες σε τάξη – είναι εξοικειωμένοι/ες με την τεχνολογία και αν και πώς θα την εντάξουν στη διδασκαλία τους. Μας ενδιαφέρει να διαπιστώσουμε αν με τη συμβολή των σπουδών τους και κρίνοντας από τον τρόπο χρήσης των ΤΠΕ υιοθετούν κάποια συγκεκριμένη θεωρία μάθησης και πώς τελικά αυτή διαμορφώνει την επαγγελματική ταυτότητα και τις πρακτικές τους.

Τα δεδομένα μας προέκυψαν από διακόσια ερωτηματολόγια, τα οποία περιείχαν ερωτήσεις που αναφέρονταν συγκεκριμένα στο κατά πόσο οι ερωτώμενοι/ες χρησιμοποιούν τεχνολογικά μέσα και στον τρόπο πιθανής χρήσης της τεχνολογίας στην τάξη. Από τη μία πλευρά είχαμε το αναμενόμενο αποτέλεσμα της εξοικείωσης των φοιτητών/τριών με την τεχνολογία, καθώς μιλάμε – ως επί το πλείστον – για νεαρά άτομα που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει σε «τεχνολογικό περιβάλλον» (κοντά στην αρχή της τρέχουσας χιλιετίας). Οι ερωτώμενοι/ες απάντησαν ότι έχουν πρόσβαση σε τεχνολογικό εξοπλισμό  και χρησιμοποιούν σε μεγάλο ποσοστό τις ΤΠΕ, είτε για προσωπική χρήση, είτε για επαγγελματική εξέλιξη. Μάλιστα, ο βαθμός εξοικείωσης δε διέφερε σημαντικά ανάλογα με την ηλικία, το φύλο ή το έτος σπουδών των φοιτητών/τριών.

Από την άλλη πλευρά έγινε προσπάθεια να διερευνηθεί πώς ακριβώς γίνεται η χρήση της τεχνολογίας. Για ποια συγκεκριμένη εργασία, δηλαδή, οι φοιτητές/τριες αξιοποιούν τις ΤΠΕ κατά τη διάρκεια των σπουδών τους και της πρακτικής τους άσκησης και πώς σκοπεύουν να τις εντάξουν στο μέλλον στη διδασκαλία τους. Ο τρόπος χρήσης των ΤΠΕ συνδέεται με τις θεωρίες μάθησης και διερευνήθηκε αν οι φοιτητές/τριες ακολουθούν κάποια από τις κύριες θεωρίες μάθησης (συμπεριφορισμός, γνωστικές θεωρίες, κοινωνικοπολιτισμικές θεωρίες) και αν διαμορφώνουν αντίστοιχα την επαγγελματική τους ταυτότητα και τις εκπαιδευτικές τους πρακτικές. Τα αποτελέσματα σε αυτό το σημείο φανέρωσαν μία «σύγχυση» ή μάλλον μία μη συνειδητή εφαρμογή των θεωριών μάθησης. Από τις απαντήσεις των ερωτώμενων φάνηκε ότι χρησιμοποιούν και θα χρησιμοποιήσουν τις ΤΠΕ με πολλαπλούς τρόπους, χωρίς να προκύπτει ότι υιοθετούν – με αφετηρία τις σπουδές τους –  μία συγκεκριμένη θεωρία μάθησης και ότι βάσει αυτής θα διδάξουν στο μέλλον. Για παράδειγμα πιθανώς αυτό θα γίνει δασκαλοκεντρικά με σκοπό την παρουσίαση πληροφοριών και την ατομική εξάσκηση των μαθητών/τριών για αφομοίωση μίας γνώσης (συμπεριφορισμός), αλλά ταυτόχρονα θα υλοποιήσουν και δραστηριότητες που προϋποθέτουν ανάλυση δεδομένων από τους μαθητές και διευκολύνουν την ανώτερη σκέψη, συχνά σε ομαδοσυνεργατικά περιβάλλοντα (γνωστικές και κοινωνικοπολιτισμικές θεωρίες μάθησης). Σε κάθε περίπτωση εμφανίζονται πολύ υψηλά ποσοστά αποδοχής της χρήσης των ΤΠΕ στη πλαίσιο προσέλκυσης του ενδιαφέροντος και της προσοχής των μαθητών/τριών, γεγονός που σε μας δείχνει ότι υπάρχει περιθώριο περαιτέρω διερεύνησης του τρόπου αξιοποίησης των ΤΠΕ και προσπάθειας περισσότερο συνειδητής ενσωμάτωσής τους στην καθημερινή διδασκαλία.

Ευαγγελάκου Παναγιώτα. 2021.«Η κοινωνική διάσταση της ανώτατης εκπαίδευσης: Η ικανοποίηση των φοιτητών από τις πανεπιστημιακές υπηρεσίες φοιτητικής στήριξης». (επιβλέπων Γιώργος Σταμέλος)

Η παρούσα διδακτορική διατριβή διερευνά την ικανοποίηση των φοιτητικών αναγκών από τις υπηρεσίες φοιτητικής στήριξης που έχουν συσταθεί εντός των πανεπιστημίων για την κάλυψη αυτών των αναγκών, στο πλαίσιο της κοινωνικής διάστασης της αποστολής τους.

Πιο συγκεκριμένα, υπό το πρίσμα της κοινωνικής διάστασης, τα πανεπιστήμια έχουν αναπτύξει μια σειρά από υπηρεσίες στήριξης (σίτιση, στέγαση, αθλητικές εγκαταστάσεις, υπηρεσίες ψυχολογικής στήριξης, επαγγελματικού προσανατολισμού, σταδιοδρομίας, υγείας κλπ), με σκοπό να ικανοποιήσουν τις πολλαπλές και διαφοροποιημένες ανάγκες των φοιτητών τους, όπως έχουν προκύψει εξαιτίας της διεύρυνσης της πρόσβασης και της αύξησης του φοιτητικού πληθυσμού στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Το γεγονός αυτό θεωρείται ότι έχει ως αποτέλεσμα την έγκαιρη ολοκλήρωση των σπουδών τους και την ελάχιστη δυνατή φοιτητική διαρροή, λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα σοβαρό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ανώτατη εκπαίδευση είναι η παράταση και η εγκατάλειψη των σπουδών των φοιτητών.

Ωστόσο, το ερώτημα που θέτει η συγκεκριμένη μελέτη είναι αν οι ανάγκες των φοιτητών ικανοποιούνται μέσω των πανεπιστημιακών υπηρεσιών στήριξης και, τελικά, αν επιτυγχάνεται η κοινωνική διάσταση του πανεπιστημίου. Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα επιχείρησε να δώσει η ποσοτική και η ποιοτική έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε φοιτητές άνω του δευτέρου έτους του Πανεπιστημίου Πατρών.

Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι, παρά το γεγονός ότι το Πανεπιστήμιο Πατρών παρέχει στους φοιτητές ένα σύνολο υπηρεσιών στήριξης, η επίτευξη της κοινωνικής διάστασης φαίνεται να μην επιτυγχάνεται πλήρως. Η διαπίστωση αυτή έγκειται, αφενός, στη μη χρήση των υπηρεσιών στήριξης από τη συντριπτική πλειονότητα των φοιτητών (με εξαίρεση τη σίτιση και το Γυμναστήριο), αφετέρου, στην αδυναμία των υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται να ικανοποιήσουν πλήρως τις φοιτητικές ανάγκες.

Συνεπώς, η συνεισφορά της συγκεκριμένης διδακτορικής διατριβής είναι η ανάδειξη της αναγκαιότητας ενίσχυσης της κοινωνικής διάστασης του πανεπιστήμιου, η οποία φαίνεται να συνίσταται τόσο στη χρήση των υπηρεσιών στήριξης από τους φοιτητές όσο και στην ικανοποίηση των φοιτητικών αναγκών από αυτές. Με τη σειρά της, η χρήση των υπηρεσιών στήριξης φαίνεται να εξαρτάται από τη διαρκή ενημέρωση προς τους φοιτητές για την ύπαρξή τους καθώς και από την ανάπτυξη εμπιστοσύνης εκ μέρους των φοιτητών προκειμένου να τις χρησιμοποιήσουν. Από την άλλη, η ικανοποίηση των φοιτητικών αναγκών φαίνεται να συνδέεται με τις συνθήκες λειτουργίας της υπηρεσίας (χώρος, ωράριο) και με τον τρόπο οργάνωσής της (οργάνωση και διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού και των εργασιών της). Τέλος, ανατροφοδότηση για την ικανοποίηση των φοιτητών από τις υπηρεσίες στήριξης φαίνεται να προσφέρει η αξιολόγησή τους, η οποία είναι σημαντικό να μην παραλείπεται από κάθε πανεπιστήμιο που επιδιώκει τη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών του και την αύξηση της ποιότητάς τους.

Δουργκούνας Γιώργος. 2019. «Ευρωπαϊκή εκπαιδευτική πολιτική και πολιτικές διά βίου μάθησης στην Ελλάδα: διερεύνηση της επίτευξης των στόχων της απασχολησιμότητας και της άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων πριν και κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης» (επιβλέπουσα Ελένη Πρόκου).

Ο σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι η διερεύνηση των επιδράσεων της ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής για τη διά βίου μάθηση (ΔΒΜ) στις πολιτικές για τη ΔΒΜ στην Ελλάδα, και η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των πολιτικών για τη συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση (ΣΕΚ) στην Ελλάδα, ως προς την επίτευξη των στόχων της απασχολησιμότητας και της διασφάλισης της κοινωνικής συνοχής, εστιάζοντας στους ανέργους. Στο πρώτο μέρος της διατριβής, επιχειρείται η επισκόπηση των θεωρητικών προσεγγίσεων για τις έννοιες της απασχολησιμότητας και της διασφάλισης της κοινωνικής συνοχής, οι οποίες αποτελούν δύο συμπληρωματικούς στόχους των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) για τη ΔΒΜ. Στο δεύτερο μέρος της διατριβής, προσεγγίζονται κριτικά οι πολιτικές της ΕΕ για τη ΔΒΜ και οι επιδράσεις τους στην εκπαιδευτική πολιτική για τη ΔΒΜ στην Ελλάδα, με ερμηνευτικό εργαλείο την έννοια του εξευρωπαϊσμού. Το τρίτο μέρος της διατριβής εξετάζει τον βαθμό επίτευξης των στόχων της απασχολησιμότητας και της διασφάλισης της κοινωνικής συνοχής στην Ελλάδα, μέσω της συμμετοχής των ανέργων στη ΣΕΚ, μέσα από τα δεδομένα της Έρευνας Εκπαίδευσης Ενηλίκων του 2007 και του 2012. Η ερμηνεία και ανάλυση των μεταρρυθμίσεων στη ΔΒΜ και του λόγου πολιτικής των ελληνικών κυβερνήσεων στις πολιτικές τους για τη ΔΒΜ, καθώς και η στατιστική επεξεργασία των δεδομένων της Έρευνας Εκπαίδευσης Ενηλίκων για τη συμμετοχή των ανέργων στη ΣΕΚ στην Ελλάδα, καταδεικνύουν τις έντονες επιδράσεις της ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής στις πολιτικές για τη ΔΒΜ στην Ελλάδα και την αποτυχία των πολιτικών ΣΕΚ να αναπτύξουν την απασχολησιμότητα των ανέργων και να διασφαλίσουν την κοινωνική συνοχή.

Μπέστιας Γ. 2019. «Εκπαιδευτική ηγεσία και δημοκρατικές αξίες στο ελληνικό σχολείο: μια έρευνα σε σχολικές μονάδες της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Περιφερειακής Ενότητας Αιτωλοακαρνανίας». (επιβλέπων Ευστάθιος Μπάλιας).

Η δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα που απαιτεί πολίτες με δημοκρατικές αρχές, αξίες
και πεποιθήσεις, και χαρακτηριστικά, όπως ο σεβασμός των δικαιωμάτων και των
ελευθεριών των άλλων, η ευθύνη, η αποδοχή της διαφορετικότητας, η συμμετοχή, ο
διάλογος και η συνεργασία. Η έλλειψη αυτών των χαρακτηριστικών όχι μόνο αποδυ-
ναμώνει τη δημοκρατία, αλλά μπορεί να τη θέσει ακόμα και σε κίνδυνο. Σήμερα, όλο
και περισσότερο, τόσο στις δυτικές δημοκρατικές κοινωνίες όσο και στον χώρο της
δημοκρατικής θεωρίας και έρευνας έχει γίνει συνείδηση η ανάγκη για ενδυνάμωση
και αναζωογόνηση της δημοκρατίας, ειδικά σε μια κρίσιμη περίοδο κατά την οποία οι
κοινωνικές ανισότητες και η φτώχεια έχουν αυξηθεί, και επιπλέον οι μεταναστευτικές
ροές έχουν ενταθεί θέτοντας επιτακτικά ζητήματα δημοκρατικών δικαιωμάτων και
ελευθεριών. Η χώρα μας δεν είναι ουδόλως απαλλαγμένη από τέτοιου είδους προ-
βλήματα και γι’ αυτό είναι επιτακτική ανάγκη η Ελληνική Πολιτεία να αντιδράσει. Είναι παραδεκτό ότι ο θεσμός που κατ’ εξοχήν θα μπορούσε να συμβάλει στην ενδυνάμωση της δημοκρατίας είναι το σχολείο. Ως ένας από τους βασικούς θεσμούς δημοκρατικής ανάπτυξης μιας κοινωνίας, το σχολείο οφείλει να προωθήσει τις δημοκρατικές αξίες και αρχές με κύριο στόχο την ανάπτυξη δημοκρατικής κουλτούρας στους μαθητές και την προετοιμασία τους ως αυριανών δημοκρατικών πολιτών. Στην προοπτική αυτή, η διοίκηση των σχολικών μονάδων μπορεί να διαδραματίσει έναν καθοριστικό ρόλο. Μέσα από την ανάπτυξη
συνεργατικών, συμμετοχικών, δημοκρατικών μοντέλων εκπαιδευτικής ηγεσίας, η σχολική διοίκηση θα μπορούσε να ενισχύσει τις δημοκρατικές αξίες και τα δημοκρατικά ιδεώδη των μαθητών και των εκπαιδευτικών, μετασχηματίζοντας τη σχολική μονάδα σε μια δημοκρατική κοινότητα μάθησης. Το κεντρικό ερώτημα που τέθηκε στην εργασία αυτή είναι αν στο ελληνικό σχολείο προάγονται οι δημοκρατικές αξίες από τη σχολική διοίκηση και τους εκπαιδευτικούς, δηλαδή αν αναπτύσσεται ή όχι η δημοκρατική εκπαιδευτική ηγεσία. Για τον σκοπό αυτό, στην παρούσα εργασία εφαρμόσαμε τόσο ποσοτικές όσο και ποιοτικές ερευνητικές μεθόδους. Πιο συγκεκριμένα, χρησιμοποιώντας ως μεθοδολογικό εργαλείο το γραπτό ερωτηματολόγιο στο σύνολο των διευθυντών των σχολικών μονάδων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Περιφερειακής Ενότητας Αιτωλοακαρνανίας και σε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα εκπαιδευτικών, επιχειρήσαμε να ερευνήσουμε τις στάσεις της σχολικής διοίκησης και των εκπαιδευτικών και αν, μέσα από αυτές τις στάσεις, προωθούνται οι δημοκρατικές αξίες, σε επίπεδο γνώσεων και πρακτικών, στις σχολικές μονάδες. Επιπλέον, πραγματοποιήσαμε ημιδομημένες συνεντεύξεις σε διευθυντές του ερευνώμενου πληθυσμού, ώστε να διερευνήσουμε τις στάσεις της σχολικής διοίκησης απέναντι στις δημοκρατικές αξίες και στην ενδεχόμενη ανάπτυξη δημοκρατικής ηγεσίας στον χώρο της σχολικής μονάδας, επιδιώκοντας, μέσα από τον συνδυασμό του γραπτού ερωτηματολογίου και των ημιδομημένων συνεντεύξεων, να ενισχύσουμε την εγκυρότητα και την αξιοπιστία των ερευνητικών αποτελεσμάτων της έρευνάς μας. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνάς μας, οδηγηθήκαμε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει σαφές πρόβλημα κατανόησης των εννοιών της δημοκρατικής εκπαιδευτικής ηγεσίας και της διαφοράς της από την παραδοσιακή σχολική διοίκηση στο Ελληνικό σχολείο. Στην πλειονότητά τους, οι διευθυντές ταυτίζουν τις δύο αυτές έννοιες, ενώ αντιλαμβάνονται την εκπαιδευτική ηγεσία ως θεσμική οντότητα που συνδέεται αποκλειστικά με τον ρόλο του διευθυντή της σχολικής μονάδας. Παρατηρούμε ότι η πλειονότητα των διευθυντών παρουσιάζει σημαντικές δυσκολίες στο να αναπτύξει τα χαρακτηριστικά μιας δημοκρατικής εκπαιδευτικής ηγεσίας στη σχολική μονάδα, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να προωθήσει τις δημοκρατικές αξίες και έτσι να παρεμποδίζεται σημαντικά η ανάπτυξη της δημοκρατικής εκπαίδευσης στο Ελληνικό σχολείο. Από την άλλη μεριά, παρατηρείται μια ισχυρή τάση μεταξύ των εκπαιδευτικών να υιοθετούν συντηρητικές στάσεις και πρακτικές που προάγουν συνήθως την κοινωνικοποίηση στις κυρίαρχες παραδοσιακές αξίες και τους επίσημους / τυπικούς κανόνες συμπεριφοράς των μαθητών, με συνέπεια να αναπτύσσεται ένας αυταρχισμός ή και ένας κομφορμισμός απέναντι στον τρόπο λειτουργίας της σχολικής μονάδας που ευνοεί την απάθεια και την αδιαφορία για δημοκρατικές παιδαγωγικές πρωτοβουλίες και παρεμβάσεις. Έτσι, δυσκολεύονται να διδάξουν στους μαθητές εκείνες τις δημοκρατικές αξίες και αρχές που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη μιας δημοκρατικής ηθικής στη σχολική μονάδα. Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι η προαγωγή των δημοκρατικών αξιών στις σχολικές μονάδες της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, κυρίως σε ότι αφορά τη σχολική διοίκηση, αποδεικνύεται ιδιαίτερα ελλειμματική.

Λεμπέση Γεωργία-Ελένη. 2017. «Μεταφορά  εκπαιδευτικής    και κοινωνικής πολιτικής στην Ευρώπη: Η περίπτωση των προγραμμάτων για το κοινωνικό φύλο στο σχολείο». (επιβλέπων Γιώργος Σταμέλος).

Η παρούσα διατριβή ασχολείται με τη μεταφορά πολιτικών για την ισότητα των φύλων από το επίπεδο της Ε.Ε. στο επίπεδο του ελληνικού σχολείου.

Επικεντρωθήκαμε σε δύο στοιχεία: στη διερεύνηση του περιεχομένου πολιτικής που μεταφέρεται από την Ε.Ε. στο ελληνικό συγκείμενο και στη διερεύνηση του νοήματος που αποδίδουν οι εκπαιδευτικοί σε προγράμματα για τα φύλα που εφάρμοσαν ή εφαρμόζουν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στόχος μας ήταν να αναδειχθούν τα χαρακτηριστικά της πολιτικής που εν τέλει παράγεται στο πεδίο μέσω: πρώτον της μεταφοράς πολιτικής και δεύτερον της νοηματοδότησης από τους εκπαιδευτικούς. Θεωρούμε ότι με την ενασχόληση μας με τη μελέτη της μεταφοράς και της ερμηνείας των πολιτικών από τους εφαρμοστές στο πεδίο της πολιτικής αυτής (εκπαιδευτικούς) μπορούμε να δώσουμε μία οπτική της εφαρμογής ευρωπαϊκών πολιτικών στο μίκρο επίπεδο.

Η ερευνητική διαδικασία ολοκληρώθηκε σε δύο φάσεις με τη χρήση ποιοτικής μεθοδολογίας. Αρχικά αναζητήθηκαν, επιλέχθηκαν και αναλύθηκαν προγράμματα που περιλαμβάνουν στην στοχοθεσία τους την ισότητα των φύλων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (προγράμματα που χρηματοδοτήθηκαν από το ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ και Προγράμματα Σχολικών Δραστηριοτήτων και Σταδιοδρομίας) και μετέπειτα, μέσω ημιδομημένων συνεντεύξεων και παρατήρησης, εστιάσαμε στους εκπαιδευτικούς που εφάρμοσαν/όζουν τα προγράμματα αυτά.

Σύμφωνα με τα δεδομένα της μελέτης, παρατηρούμε δύο τύπους μεταφοράς: την υποχρεωτική μεταφορά (προγράμματα ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ) και την εθελοντική μεταφορά καθοδηγούμενη από μια ανάγκη.

Πολλοί στόχοι των ευρωπαϊκών πολιτικών δεν μεταφέρθηκαν στο πεδίο καθώς δεν προέκυψε η διαπραγμάτευση τους στα πλαίσια της διαντίδρασης των συμμετεχόντων ούτε κατά τη φάση της επιμόρφωσης στα προγράμματα που προσφερόταν ούτε κατά τη φάση της εφαρμογής προγραμμάτων. Η νοηματοδότηση της ισότητας ως θεματικής των υπό μελέτη προγραμμάτων σχετίζεται αρκετά με τον κόσμο της εκπαίδευσης (πχ τα κορίτσια είναι καλές μαθήτριες άρα δεν υπάρχει ανάγκη προγραμμάτων για την ισότητα των φύλων) και τη βελτίωση των σχέσεων των φύλων στο σχολείο. Παρατηρήθηκε ασυνέχεια των πολιτικών καθώς οι εκπαιδευτικοί δεν αντιλήφθηκαν τη συγκεκριμένη στόχευση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων ούτε τη διάθεση περί διάχυσης.

Ωστόσο οι εκπαιδευτικοί στόχευσαν στην ευαισθητοποίηση των μαθητών/τριων σε σχέση με τα παραδοσιακά έμφυλα στερεότυπα ιδιαίτερα σε αγροτικές περιοχές και χρησιμοποίησαν τη μεθοδολογία και τα εργαλεία των προγραμμάτων. Έτσι καταλήγουμε στο ότι υπήρξε κάποια επιρροή στο πεδίο σε σχέση με την ευαισθητοποίηση μαθητών και εκπαιδευτικών αλλά δεν προέκυψε μεταφορά των εκάστοτε ευρωπαϊκών πολιτικών

Χαραλαμποπούλου Χριστιάνα. 2016. «L’éducation interculturelle par le biais des projets éducatifs muséaux : une étude comparée entre la France et la Grèce». (επιβλέπων Γιώργος Σταμέλος) (διδακτορικό με συνεπίβλεψη με το Université de Rouen – συνεπιβλέπων καθηγητής Jean Houssaye).

Ενταγμένη σε ένα κοινωνικό και εκπαιδευτικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από πολιτισμική πολλαπλότητα, η παρούσα διδακτορική διατριβή έχει ως στόχο την κατανόηση του ρόλου της εκπαίδευσης για τη δημοκρατική ιδιότητα του πολίτη μέσω του μουσείου ως ένα παράδειγμα συνεργασίας μεταξύ της τυπικής και της μη τυπικής εκπαίδευσης. Η αναγκαιότητα αυτής της συνεργασίας βασίζεται στις τρέχουσες δυσκολίες που αντιμετωπίζει το σχολείο που φαίνεται να μην είναι σε θέση να παίξει τον παραδοσιακό κοινωνικοποιητικό του ρόλο. Αντιμετωπίζει, μεταξύ άλλων, την πρόκληση της εξασφάλισης της προώθησης της δημοκρατικής ιδιότητας του πολίτη και αξιών, όπως ο σεβασμός της διαφορετικότητας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεδομένου ότι τα μουσεία αποτελούν σημεία αναφοράς της ιδιότητας του πολίτη και φορείς πολιτισμικών αξιών, ερευνήσαμε εάν τα εμπλεκόμενα πρόσωπα (τα στελέχη των εκπαιδευτικών τμημάτων των μουσείων και οι εκπαιδευτικοί που επισκέπτονται τα μουσεία με τους μαθητές τους) συνειδητοποιούν τη δυνατότητα του μουσείου να προωθήσει τη δημοκρατική ιδιότητα του πολίτη μέσω των εκπαιδευτικών προγραμμάτων που υλοποιεί. Πρόκειται για μια ποιοτική έρευνα που εντάσσεται τόσο στο χώρο των Επιστημών της Εκπαίδευσης όσο και της Μουσειολογίας. Διεξήχθη σε τέσσερα μουσεία στο Παρίσι και στην Αθήνα, με τη μορφή συνεντεύξεων με τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, παρατηρήσεων των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων και ανάλυσης των επίσημων εγγράφων του κάθε μουσείου.

Rerak Monika Barbara. 2016. «Negotiation of migratory and educational strategies of Polish families in Athens». (επιβλέπων Γιώργος Σταμέλος).

Contemporary migrations are becoming a common process for people who want to improve their material living conditions and to provide better economic security for themselves and their families. Immigration is currently high up the political agenda in most European countries, including Greece, as they struggle to deal with the increased flow of illegal immigrants. In this context it becomes necessary to examine diverse aspects of migration. In the following dissertation we focus on the processes of migratory and educational strategies’ negotiation of Polish families residing in Athens. Migrant families and children of migrants make up a large and increasing share of the Greek population, and it seems that over the next few decades they will constitute a significant section of Greek society. This increasing diversity requires the gaining of an understanding of the educational trajectories of children from various ethnic groups as well as mobility patterns of migrant families. Yet, research on the topic is far from being complete. Our project enquires how migrants negotiate their educational and migratory strategies, how this negotiation is influenced by the crisis, as well as other factors. We ask about what the educational and migration strategies and factors influencing the process of their negotiation are. We look into the implications of children’s education for the process of family strategy formation. Characteristic of the Polish community in Athens seems to be liquidity of their strategies: their educational and migratory projects were often changing and being modified. Migratory and educational strategies seem to emerge as a response to everyday life and various obligations. Economic factors proved to be the most relevant with regards to family strategy negotiation. We acknowledge that the economic situation in Poland and associated problems of job insecurity, low wages and unemployment in the regions that respondents came from, combined with the specific education and skills of the researched group might be the reason why Polish families remain in Greece regardless of economic difficulties caused by the crisis. Results of the present research show that for the investigated group parents have a great influence on decision-making around educational trajectories and spatial strategies of families. The presence of children seems to be central to the families’ decision-making processes, and children fundamentally shape the nature and course of families’ migration experiences.

Καραχοντζίτη Έλενα. «Le rôle des politiques éducatives européennes et helléniques dans la transformation des représentations de l’Europe dans les manuels scolaires de l’école primaire en Grèce (1984-2010)». (επιβλέπων Γιώργος Σταμέλος) (διδακτορικό με συνεπίβλεψη με το Université Paris 8 – συνεπιβλέπων καθηγητής Saeed Paivandi).

Le discours scolaire est au cœur de cette thèse de doctorat. Traditionnellement, l’école grecque véhicule un discours grec chrétien à travers les manuels scolaires traitant le fait religieux. Ceci renvoie à la construction de l’identité grecque dont la religion orthodoxe est partie intégrante. En 2003, l’État grec reçoit une aide financière européenne pour renouveler son matériel didactique. Cependant, cette aide est suivie par le respect des règles financières européennes ainsi que de l’obligation de respecter les priorités des politiques européennes sur certains sujets. Une de ces priorités est la promotion de la citoyenneté européenne d’une manière plus solide. Ainsi, il révise sa pratique et il élargit ses objectifs. Cette recherche a pour but d’étudier les manuels scolaires traitant du fait religieux pour un enseignement religieux en Grèce. En ce sens, on étudie l’évolution de l’enseignement religieux comme partie intégrante de l’éducation à la citoyenneté. Ce dernier, encouragé par les institutions éducatives européennes, vise la transition du modèle représentatif du citoyen au participatif. Ces évolutions ont des effets dans la construction du discours scolaire et sur la façon de percevoir le fait religieux. La recherche est réalisée autour de l’analyse du contenu des manuels et des entretiens avec les acteurs de leur rédaction (auteurs, évaluateurs, responsables de l’application de la politique éducative).

L’analyse des données met en évidence que les transformations que le discours scolaire subit sous le poids des instances communautaires ne changent pas son orientation. Il s’agit plutôt d’une adaptation pour qu’il corresponde au nouveau paradigme. Il est alors le fruit de l’interaction des politiques éducatives européennes et des politiques éducatives grecques.

Χριστοδούλου Μιχάλης. 2014. «Εκπαίδευση και εφηβεία: Μια συγκριτική μελέτη για το σχηματισμό του κοινωνικού εαυτού στις αφηγήσεις ζωής των μαθητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης». (επιβλέπων Παντελής Κυπριανός).

Πριν από 4 χρόνια, σε μια από τις εισαγωγικές παραδόσεις του μαθήματος της κοινωνιολογίας που διδάσκω στους μαθητές της Γ λυκείου, ένας μαθητής σήκωσε το χέρι του για να θέσει ένα ερώτημα, απέναντι στο οποίο η αμηχανία μου να δώσω μια ικανοποιητική απάντηση, την ίδια στιγμή, μου προξένησε μια σειρά από προβληματισμούς οι οποίοι διατρέχουν το σύνολο των ζητημάτων που η παρούσα εργασία πραγματεύεται. Με ρώτησε «δάσκαλε, πιστεύετε ότι είμαστε σε θέση στη φάση που είμαστε να πάρουμε αποφάσεις που αφορούν το μέλλον μας;». Αφήνοντας κατά μέρος όλα όσα είχα προετοιμάσει να συζητήσω με τους μαθητές τη συγκεκριμένη μέρα, επέλεξα να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα παρωθώντας τους να σκεφτούν όχι με τις κατηγορίες αντίληψης που ο σχολικός θεσμός επιβάλλει, δηλαδή με όρους επιλογής κριτηρίων για τα «επαγγέλματα του μέλλοντος» ή παροχής πληροφοριών για τα επαγγελματικά δικαιώματα των πανεπιστημιακών τμημάτων, αλλά με βάση τις βιοκοσμικές προϋποθέσεις που καθιστούν το ερώτημα αυτό πιθανό να τεθεί και τις πιθανές διασυνδέσεις του με τον τρόπο που όχι μόνο ο εν λόγω μαθητής αλλά και οι υπόλοιποι βλέπουν τους εαυτούς τους.

Αν και τα βλέμματα απορίας που είδα στα πρόσωπά τους στο τέλος της ώρας με έκαναν να αναρωτηθώ για την επιτυχία ή την αποτυχία της επιλογής μου, η αλήθεια είναι ότι η ερώτηση του μαθητή καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την παρούσα έρευνα ως προς τα εξής: αφενός αναρωτήθηκα για τους λόγους που ώθησαν τον συγκεκριμένο μαθητή να θέσει το ερώτημα και όχι τους υπόλοιπους, δεδομένου ότι όλοι τους είναι «στην ίδια φάση» και αφετέρου για τις παραδοχές πάνω στις οποίες διατυπώθηκε, όπως το ποια είναι και τι εννοούσε με το «αυτή τη φάση», το ποιος τελικά παίρνει την απόφαση για μεταλυκειακές επιλογές και για την έννοια του «μέλλοντος» που χρησιμοποίησε σε σχέση με την οποία αυτή η απόφαση μπορεί να κριθεί.

Στη βάση αυτών των αναστοχασμών, οδηγήθηκα σε μια έρευνα για την εφηβεία στα πλαίσια της οποίας η λήψη αποφάσεων για τον επαγγελματικό προσανατολισμό αποτελεί ένα μέρος μόνο αυτού που στο θεωρητικό κεφάλαιο ονομάζουμε κοινωνικό εαυτό των εφήβων. Αντίθετα, μια μελέτη για την εφηβεία στις μέρες μας οφείλει να αντικειμενοποιήσει τις αυθόρμητες κοινωνιολογίες που ο θεσμός της εκπαίδευσης διαχέει και να φωτίσει τους όρους δια των οποίων οι ίδιοι οι έφηβοι συγκροτούν τις ταυτότητές τους μέσα σε ιστορικά προσδιορισμένα πλαίσια. Έτσι, η έμφαση στην υποκειμενικότητα που η εργασία αυτή θέλει να πριμοδοτήσει συνυφαίνεται με ένα εγχείρημα απο-φυσιοποίησης των διαδικασιών που καθιστούν τη νεότητα (και την εφηβεία συγκεκριμένα) στατιστική κατηγορία. Με άλλα λόγια, η παρούσα εργασία αντλεί τους λόγους ύπαρξής της μέσα στην οπτική εκείνη που λαμβάνει υπόψη της τόσο την κατανόηση της εφηβείας στις υλικές και υπαρξιακές της διαστάσεις, έτσι όπως αυτές μπορούν να εκφραστούν ως μια attention a la vie των μελών μιας θεσμικά συγκροτημένης ηλικιακής κατηγορίας, όσο και τη συμβολή που αυτή η θεσμική συγκρότηση μπορεί να έχει σε όλα όσα οι έφηβοι βάζουν «εντός και εκτός παρένθεσης».

Το ξεκίνημα, η εξέλιξη και η ολοκλήρωση της εργασίας μας οφείλει πολλά σε αρκετούς ανθρώπους. Η συμβολή του Καθηγητή κ. Παντελή Κυπριανού ήταν καθοριστική σε πολλαπλά επίπεδα, αφού η διανοητική του άνεση να μεταβαίνει από το ένα γνωστικό πεδίο στο άλλο, το διαρκές ενδιαφέρον του για την πορεία της έρευνας, οι ανατρεπτικές παρατηρήσεις του για υποθέσεις εργασίας που προέκυπταν από τα δεδομένα, η εμπιστοσύνη του στον τρόπο που δόμησα την προβληματική μου και στην αποτύπωσή της σε γραπτή μορφή και, τέλος, η προτροπή του να μοιραστώ τα θεωρητικά μου επιχειρήματα σε ακαδημαϊκά περιβάλλοντα και μη με ένα τρόπο όχι αυτοαναφορικό αλλά επικοινωνιακό, όλα αυτά μου εξασφάλισαν ένα διανοητικό κλίμα προκειμένου να επεξεργαστώ με σαφήνεια τα δεδομένα και την ανάλυσή τους και να φέρω εις πέρας το ερευνητικό μου εγχείρημα.

Η εργασία μας οφείλει πολλά επίσης στον Αναπληρωτή Καθηγητή κ. Μάνο Σπυριδάκη. Η προθυμία του ανά πάσα στιγμή να ακούσει τις θεωρητικές μου ανησυχίες, η εμβριθής γνώση του για τη σχετική συζήτηση και τη βιβλιογραφία – ενημερώνοντάς με συχνά για τρέχουσες εκδόσεις και παραχωρώντας μου υλικό στο οποίο δεν είχα πρόσβαση – η ικανότητά του να ξεπερνά αναλυτικά αδιέξοδα και η εμπιστοσύνη του στην εφαρμογή του θεωρητικού μου πλαισίου, με βοήθησαν καίρια ώστε να διαχειριστώ γόνιμα την εμπειρία μου από το πεδίο και να οργανώσω τα δεδομένα μου με έναν όσο περισσότερο μπορούσα θεωρητικά συνεκτικό τρόπο.

Επιπλέον, η κοινωνιολογική παιδεία του Επίκουρου Καθηγητή κ. Γιάννη Καμαριανού, οι οξυδερκείς παρατηρήσεις του πάνω σε πιθανές μου αιτιολογήσεις για τους κοινωνικούς όρους οργάνωσης του εφηβικού habitus, οι δαιδαλώδεις αναλύσεις του για σχετικές θεωρίες που έχουν διατυπωθεί, οι εξαντλητικές ερωτήσεις του για τις προκείμενες του ερευνητικού μου σχεδιασμού και οι καινοτόμες προτάσεις του για τη διαχείριση του υλικού, λειτούργησαν ως σταθερό πλαίσιο προσανατολισμού καθ’ όλη την πορεία της έρευνας.

Επίσης, ιδιαίτερα χρήσιμη ήταν η ανταλλαγή απόψεων που είχα με τον Καθηγητή Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Manchester Nick Crossley για τους όρους ενεργοποίησης της Grounded Theory ως μεθοδολογίας στα πλαίσια μιας έρευνας που υιοθετεί από κοινού ένα μικρο-κοινωνιολογικό θεωρητικό εξοπλισμό και την έννοια του habitus. Τα κείμενα που μου έστειλε και η προτροπή του να δω και τη λογική της αφηγηματικής ανάλυσης υπήρξαν κομβικά για την πορεία της έρευνας. Με την ίδια προθυμία ανταποκρίθηκαν και οι κ.κ. Μανόλης Σαββάκης, Λέκτορας στο τμήμα Κοινωνιολογίας του πανεπιστημίου Αιγαίου και Μανόλης Τζανάκης, Επίκουρος Καθηγητής του τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, όταν στα πλαίσια σχετικού συνεδρίου, οι μεθοδολογικές τους προτάσεις αποτέλεσαν για μένα σημαντική πηγή ανατροφοδότησης για την έρευνά μου που ήταν τότε στο ξεκίνημά της.

Από την άλλη μεριά, καμία έρευνα πεδίου δεν μπορεί να ολοκληρωθεί δίχως την καθοριστική συμβολή των ανθρώπων που αποτελούν μέρος του, το διαχειρίζονται και το υπηρετούν. Έτσι, δεν έχω παρά να ευχαριστήσω όλους εκείνους που δέχτηκαν να πραγματοποιηθεί η έρευνα στους χώρους εργασίας τους και συγκεκριμένα τις συναδέλφισσες και τους συναδέλφους Β. Γιαννόπουλο, Γ. Καρατζά, Ι. Μάλλια, Σ. Γκότση, Δ. Μαρούδα, Γ. Οικονόμου, Γ. Κυριαζοπούλου, Γ. Σελλά, Κ. Καραμάνη, Α. Κυριάκη, Η. Ντεμίρη, Ε. Κωστακοπούλου και Α. Ζαβουδάκη. Αναμφίβολα, πέρα από το ότι είναι απεριόριστη η ευγνωμοσύνη μου στους μαθητές και τις μαθήτριες που δέχτηκαν να συμμετάσχουν στην έρευνα, δεν θα ξεχάσω τη χαρά, την αγωνία, τον ενθουσιασμό, την αμηχανία και τα πάσης φύσεως συναισθήματα που διαπερνούσαν τις χειμαρρώδεις αφηγήσεις τους και την προθυμία τους να με βοηθήσουν. Ελπίζω σε αυτή την εργασία, αν τη διαβάσουν, να αισθανθούν ότι ένα κομμάτι της ανάλυσης αφορά τις εξιστορήσεις τους, τις επιθυμίες τους ή ακόμα και τις φοβίες τους και να λειτουργήσει ως πηγή διερώτησης για τις συνθήκες που σχηματοποιούν τα αυτονόητά τους.

Ένα από τους σημαντικούς άλλους αυτής της εργασίας ήταν και ο φίλος και συνάδελφος εκπαιδευτικός Σάκης Σπυρίδης. Η άρτια κοινωνικο-ιστορική του παιδεία, η διαύγεια με την οποία έφερνε στο προσκήνιο τα κενά των θεωρητικών μου υποθέσεων και η οξυδέρκειά του να συνδέει όλα τα προφανή μέσα στα οποία η ατομική εμπειρία αποκτά την οντολογική της ασφάλεια, με τις δυναμικές που την πλαισιώνουν «πίσω από την πλάτη της», όπως έλεγε ο Goffman, αποτέλεσαν για μένα ένα διαχρονικό ακροατήριο που το λάμβανα πάντα σοβαρά υπόψη μου.

Κλείνοντας, καθώς ξεδιπλωνόταν αυτή η έρευνα, στο πίσω μέρος του μυαλού μου πάντα υπήρχαν οι συζητήσεις που είχα με τον αδερφό μου για τις πολιτικές της νεότητας, ή για τις «φαντασιακές της σημασίες» όπως συχνά αναφέρει, σε μια προσπάθεια να ανιχνεύσουμε τις προεκτάσεις τους στις αλληλεπιδράσεις που δομούν τον κοινωνικό μας χρόνο και στα πλαίσια μιας παιδαγωγικής που δεν μπορεί παρά να αναμετρηθεί με το δίπολο της αυτονομίας και της ετερονομίας, έτσι όπως αυτό εγγράφεται στη καθημερινή του ζωή ως πατέρα και στη δική μου ως εκπαιδευτικού.

Πίτσου Χαρά. 2014.  «Πανεπιστήμιο και Ανθρώπινα Δικαιώματα. Μελέτη για την εισαγωγή της Εκπαίδευσης στα Ανθρώπινα Δικαιώματα στα Προγράμματα Σπουδών των Παιδαγωγικών Τμημάτων κατά την δεκαπενταετία 1995-2010. Η αποτίμηση τους από τους φοιτητές των Παιδαγωγικών Τμημάτων και η διάχυση τους στο σχολικό χώρο». (επιβλέπων Στάθης Μπάλιας).

Ενώπιον των συνεχών επίσημων εκκλήσεων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών προς τα κράτη μέλη του να υιοθετήσουν, σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσής τους, την Εκπαίδευση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η παρούσα διατριβή μελετά την ύπαρξη και τον τρόπο εφαρμογής της συγκεκριμένης εκπαίδευσης, ως ανεξάρτητου διδακτικού αντικειμένου, στα προγράμματα σπουδών των Πανεπιστημιακών Ελληνικών Παιδαγωγικών Τμημάτων Δασκάλων και Νηπιαγωγών.

Τα ψηφίσματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για την εφαρμογή και περαίωση της Δεκαετίας για την Εκπαίδευση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, (1995-2004) και της πρώτης φάσης του Παγκόσμιου Προγράμματος της Εκπαίδευσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (2005-2009), σε συνδυασμό με τις διαρκείς παραβιάσεις των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ανά τον κόσμο, κρίνουν επιτακτική την υιοθέτηση της προαναφερόμενης εκπαίδευσης σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Πολύ, δε, περισσότερο στα Παιδαγωγικά Τμήματα Δασκάλων και Νηπιαγωγών, που εκπαιδεύουν μελλοντικούς εκπαιδευτικούς, οι οποίοι με τη σειρά τους θα κληθούν να συμβάλουν στη διαπαιδαγώγηση αυριανών πολιτών.

Σε αυτό το πλαίσιο, η συγκεκριμένη έρευνα εξετάζει, με ποιοτικές και ποσοτικές μεθόδους συλλογής δεδομένων (ανάλυση περιεχόμενου, συνεντεύξεις και ερωτηματολόγια), αφενός, την ύπαρξη της Εκπαίδευσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στα ελληνικά Παιδαγωγικά Τμήματα Δασκάλων και Νηπιαγωγών και, αφετέρου, την εφαρμογή αυτού τους είδους εκπαίδευσης στα εν λόγω τμήματα, με βάση το μοντέλο της «γνωστικής πυραμίδας» στα επίπεδα γνώσεων, συνειδητοποίησης-ευαισθητοποίησης και ενεργοποίησης- μετασχηματισμού.

Σε πρώτο επίπεδο, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η Εκπαίδευση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα διδάσκεται ως αυτόνομο διδακτικό αντικείμενο σε τρία Παιδαγωγικά Τμήματα από τα δεκαεννέα που υπάρχουν πανελλαδικώς. Σε δεύτερο επίπεδο, η διδασκαλία του συγκεκριμένου διδακτικού αντικειμένου φαίνεται να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη βελτίωση του γνωστικού επιπέδου των φοιτητών/τριών. Εντούτοις, δεν φαίνεται να διαφοροποιεί ιδιαίτερα τόσο το επίπεδο συνειδητοποίησης- ευαισθητοποίησης των φοιτητών/τριών όσο και αυτό της ενεργοποίησης- μετασχηματισμού απέναντι σε παραβιάσεις και διεκδικήσεις υπέρ των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Αν και τα ευρήματα της έρευνας δεν παρουσιάζουν μια εικόνα που να συμβαδίζει απόλυτα με την πρακτική εφαρμογή της Εκπαίδευσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στα ελληνικά Παιδαγωγικά Τμήματα, σύμφωνα με το μοντέλο της «γνωστικής πυραμίδας», εντούτοις εντοπίζεται η ύπαρξη θετικών ευρημάτων τόσο από τα μέλη του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού όσο και από τους φοιτητές/τριες, για την αναγκαιότητα και τη σημαντικότητα της ύπαρξης της Εκπαίδευσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στο εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά και τη θετική διάθεσή τους να συμβάλουν στην εδραίωσή της.

Δήμιζα Σταματίνα (Τέτα). 2014. «Οι αξίες, οι αντιλήψεις και οι στάσεις των εκπαιδευτικών ως προς την ανάπτυξη δημοκρατικών δεξιοτήτων – συμπεριφορών – στα παιδιά προσχολικής ηλικίας. Μια εμπειρική έρευνα σε νηπιαγωγεία της Αττικής». (επιβλέπων Στάθης Μπάλιας).

Στην παρούσα εργασία, κεντρικό ερευνητικό αντικείμενο αποτελεί η διερεύνηση των απόψεων και των εκπαιδευτικών πρακτικών που υιοθετούν και εφαρμόζουν αντίστοιχα οι νηπιαγωγοί, σχετικά με την καλλιέργεια των δημοκρατικών αξιών στη σχολική τάξη. Η σύγχρονη πολυπολιτισμική πραγματικότητα αλλά και η κρίση αξιών που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη δημοκρατία αναδεικνύουν την αναγκαιότητα για την προώθηση των δημοκρατικών αξιών μέσω της εκπαίδευσης με σκοπό την αναζωογόνηση της δημοκρατίας. Το σχολείο, ιδιαίτερα η προσχολική βαθμίδα, ως η πρώτη επίσημη αγωγή και εκπαίδευση των παιδιών, θεωρείται ότι μπορεί να καλλιεργήσει στους μικρούς μαθητές αξίες ικανές να διαμορφώσουν μελλοντικούς συνειδητοποιημένους και ενεργούς πολίτες.

Η παρούσα μελέτη – έρευνα στηρίζεται στην αντίληψη, ότι ένα σύγχρονο δημοκρατικό σχολείο θα μπορούσε να μετουσιωθεί σε φυτώριο πολιτειακών αρετών1, που θα προωθεί και θα καλλιεργεί στα μικρά παιδιά δημοκρατικές αξίες που θα διαμορφώσουν τους αυριανούς πολίτες.

Ως θεωρητικό εργαλείο που θα στηρίξει ερμηνευτικά το εμπειρικό μέρος της εργασίας, χρησιμοποιείται η θεωρία της δομοποίησης, του Giddens. (1979) Η θεωρία της δομοποίησης και η έννοια της δυαδικότητας της δομής του Giddens,(1993) πιστεύουμε ότι είναι κατάλληλη για την ερμηνεία των απόψεων και των πρακτικών των δρώντων υποκειμένων (στην περίπτωσή μας των εκπαιδευτικών), που λειτουργούν στο συγκεκριμένο πλαίσιο της ελληνικής εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Θα υποστηριχθεί ότι η θεωρία του Giddens πληροί τις προϋποθέσεις για τη μελέτη και ανάλυση των απόψεων των νηπιαγωγών, ως δρώντων υποκειμένων, που σχηματίζουν και ταυτόχρονα μετασχηματίζουν τις απόψεις και τις πρακτικές τους μέσα σε δεδομένα δομικά εκπαιδευτικά και εργασιακά πλαίσια, τα οποία, σύμφωνα με τον Giddens, δεν καθορίζουν απολύτως τη δράση τους αλλά της προσδίδουν δυνατότητες υπέρβασής τους.

Η διερεύνηση των δημοκρατικών αξιών, έτσι όπως αυτές προκύπτουν από βασικές θεωρητικές προσεγγίσεις περί Δημοκρατίας, επιχειρείται μεθοδολογικά με την ανάλυση και ερμηνεία του λόγου των νηπιαγωγών. Πρόκειται δηλαδή για μια ποιοτική έρευνα με μεθοδολογικό εργαλείο αυτό των ημι- δομημένων συνεντεύξεων σε ένα δείγμα είκοσι νηπιαγωγών του Νομού Αττικής. Πλην της ανάλυσης των συνεντεύξεων, πραγματοποιήθηκε επιπλέον ανάλυση περιεχομένου κειμένων σχετικών με το νηπιαγωγείο, προκειμένου να πλαισιωθεί πολυπρισματικά η μεθοδολογία της έρευνας. Πρόκειται συγκεκριμένα για τα κείμενα: Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών για το Νηπιαγωγείο (2001), Εγχειρίδιο Δραστηριοτήτων για Νηπιαγωγούς (2008) και Οδηγός Εκπαιδευτικού για το πρόγραμμα σπουδών του νηπιαγωγείου (2011). Από το σύνολο των επίσημων κειμένων που προορίζονται για το Νηπιαγωγείο επιλέχθηκαν τα προαναφερόμενα, καθώς είναι αντιπροσωπευτικά για την προσχολική εκπαίδευση και χρησιμοποιούνται ευρέως από τους/τις νηπιαγωγούς.

Τα ευρήματα που προέκυψαν από την έρευνά μας, αφενός καταδεικνύουν την ανεπαρκή ενεργοποίηση της πολιτείας σε θέματα προώθησης προγραμμάτων που άπτονται της δημοκρατικής εκπαίδευσης, και, αφετέρου, αναδεικνύουν την ελλιπή κατάρτιση των νηπιαγωγών για την αποτελεσματική προαγωγή της δημοκρατικής εκπαίδευσης. Ωστόσο, παρά την έλλειψη κατάρτισης, υπήρχαν νηπιαγωγοί που πληρούσαν τη θεώρηση του Giddens περί των δρώντων υποκειμένων. Πιο συγκεκριμένα, υπήρχαν νηπιαγωγοί που υπερέβησαν τις υφιστάμενες δομές και χωρίς να γνωρίζουν σε λεπτομέρειες το περιεχόμενο της δημοκρατικής εκπαίδευσης, έδρασαν δομοποιητικά. Η δράση των υποκειμένων κατά τον Giddens δύναται όχι απλά να αναπαραγάγει, αλλά και να ανασχηματίζει τη δομή. Στην περίπτωσή μας, κάποιοι νηπιαγωγοί προσπαθούν να εμφυσήσουν δημοκρατικές αξίες στα παιδιά, όπως ο διάλογος, η ισότητα και ο σεβασμός, χωρίς να γνωρίζουν πως φέρνουν εις πέρας την ουσία της δημοκρατικής εκπαίδευσης, με δεδομένο ένα ανεπαρκές εκπαιδευτικό και εργασιακό πλαίσιο προς την κατεύθυνση της δημοκρατικής εκπαίδευσης.

Αγγελόπουλος Γιώργος. 2013. «Η διεπιστημονικότητα ως νέο Παράδειγμα συγκρότησης των πανεπιστημιακών προγραμμάτων σπουδών: Το παράδειγμα των μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών». (επιβλέπων Γιώργος Σταμέλος).

Η ανάγκη για υιοθέτηση της διεπιστημονικότητας αναγνωρίζεται από Διεθνείς Οργανισμούς, φορείς χρηματοδότησης, πανεπιστήμια και ερευνητικές μονάδες, ώστε να αντιμετωπιστούν τα πολύπλοκα κοινωνικά προβλήματα, τα οποία δεν είναι δυνατόν να επιλυθούν από μια μόνο επιστήμη. Η διεπιστημονικότητα αξιοποιεί τις διαφορετικές οπτικές και πρακτικές που κάθε επιστήμη προσφέρει, με σκοπό να επιτευχθούν καινοτόμες λύσεις για τα προβλήματα που απασχολούν την κοινωνία. Η παρούσα διδακτορική διατριβή εξετάζει τις διεπιστημονικές πρακτικές σε μεταπτυχιακό επίπεδο στα Ελληνικά Πανεπιστήμια. Η διεπιστημονικότητα θεωρείται ότι βασίζεται σε έναν «επιστημολογικό πλουραλισμό» ο οποίος νομιμοποιεί και άλλους τρόπους παραγωγής γνώσης.

Η ανάλυση δείχνει ότι δεν υπάρχει ένας «χρυσός» κανόνας για μια επιτυχημένη εφαρμογή της διεπιστημονικότητας. Αντίθετα, υπάρχει μια ποικιλία «στιλ» εφαρμογής της. Η έρευνα κατέληξε σε μια τυπολογία της διεπιστημονικότητας στα Ελληνικά Πανεπιστήμια: μεθοδική, θεωρητική, εργαστηριακή και χαρισματική. Οι διαφορές μεταξύ τους εξαρτώνται από τις οργανωσιακές και γνωστικές συνθήκες της έρευνας. Αυτοί, ωστόσο, οι δύο παράγοντες δεν είναι ισοβαρείς, στο βαθμό που ο οργανωσιακός παράγοντας αναδεικνύεται πιο αδύναμος, καθώς οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε θεσμικό επίπεδο, φιλτράρονται από το ακαδημαϊκό προσωπικό με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η εφαρμογή της διεπιστημονικότητας.

Χριστοδουλίδης Θεόδωρος. 2012. «Διερευνώντας όψεις της αποτελεσματικότητας της Εκπαιδευτικής Πολιτικής στην Εκκλησιαστική Εκπαίδευση: Το προφίλ, οι στάσεις, οι αντιλήψεις και οι επαγγελματικές επιλογές των μαθητών της». (επιβλέπων Γιώργος Σταμέλος).

Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση του προφίλ, των στάσεων, των αντιλήψεων και των επαγγελματικών επιλογών των μαθητών της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης οι οποίες αναδύονται εντός της ασκούμενης εκπαιδευτικής πολιτικής.

  • Ποιά χαρακτηριστικά συγκροτούν το προφίλ (δημογραφικό, θρησκευτικό, σχολικό, κλπ) των έφηβων μαθητών της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης και ποιοι παράγοντες επιδρούν στην κοινωνικοποίησή τους; Aνίχνευση, μελέτη, καταγραφή.
  • Ποιές είναι οι στάσεις των έφηβων μαθητών απέναντι στα σχολικά δρώμενα και ποιοι παράγοντες τις διαμορφώνουν ως προς την επιούσα εργασία, την κοινωνικοποίησή τους και την επικοινωνία με τους γονείς τους;
  • Ποια είναι τα προβλήματα που συνειδητοποιούν οι μαθητές κατά τη φοίτηση τους στην Εκκλησιαστική Εκπαίδευση και πως εκλαμβάνουν τη λειτουργία των Εκκλησιαστικών Σχολείων;
  • Πως αντιλαμβάνονται οι μαθητές την επαγγελματική τους αποκατάσταση και τους παράγοντες που την επηρεάζουν;
  • Ποιες είναι οι εκπαιδευτικές και επαγγελματικές προσδοκίες των μαθητών της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης και σε ποιο βαθμό συνδέονται οι επαγγελματικές επιλογές τους για τα ιερατικά επαγγέλματα με τη φοίτησή τους στην εκκλησιαστική εκπαίδευση;

Στη βάση της έρευνάς μας για την εκπαιδευτική πολιτική στην Εκκλησιαστική Εκπαίδευση θα θέλαμε να διαπιστώσουμε εάν :

  • οι αιτίες επιλογής του Εκκλησιαστικού Σχολείου οδηγούν σε μελλοντική οργανική ένταξη στον Εκκλησιαστικό χώρο επιτελώντας τη στοχοθεσία της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης ; αλλά και
  • ποιές στρατηγικές παρεμβάσεις σε επίπεδο εκπαιδευτικής πολιτικής (διαμορφωτικών δυνάμεων, φορέων, ανθρώπινου δυναμικού, νομοθεσίας, κοινωνικών συνιστωσών) μπορούν να βελτιώσουν τη λειτουργία της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης;

Σαρακινιώτη Αντιγόνη. 2012. «Γνώση και ταυτότητες στο πλαίσιο των Ευρωπαϊκών Πολιτικών Ανώτατης Εκπαίδευσης: Το παράδειγμα των Προγραμμάτων Σπουδών για την αρχική εκπαίδευση των εκπαιδευτικών στην Ελλάδα». (επιβλέπουσα Α.Τσατσαρώνη).

Η παρούσα διατριβή τοποθετείται στη διατομή της Κοινωνιολογίας της Εκπαιδευτικής Πολιτικής και της Κοινωνιολογίας της Εκπαιδευτικής Γνώσης.
Ειδικότερα, το αντικείμενό της εντάσσεται στην ευρύτερη προβληματική σχετικά με τη σχέση των υπερεθνικών πολιτικών ανώτατης εκπαίδευσης και συγκεκριμένα των ευρωπαϊκών πολιτικών (Ευρωπαϊκή Ένωση, Διαδικασία της Μπολόνια) με τις πολιτικές που τα κράτη μέλη διαμορφώνουν/υιοθετούν και εφαρμόζουν εντός των εθνικών εκπαιδευτικών συστημάτων τους. Το ειδικό θέμα της αφορά στη μελέτη των αλλαγών στην εκπαίδευση και την επαγγελματική ταυτότητα των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπως αυτές εγγράφονται στα προγράμματα της αρχικής τους εκπαίδευσης και επιστημονικής συγκρότησης, δηλαδή τα προπτυχιακά προγράμματα σπουδών των Παιδαγωγικών Τμημάτων.
Κεντρικός στόχος της διατριβής είναι η ανάπτυξη ενός θεωρητικού μοντέλου για τη συστηματική μελέτη των προγραμμάτων σπουδών, ώστε να αναλυθεί ο κυρίαρχος (παιδαγωγικός) λόγος και να αναδειχθούν οι αρχές που διέπουν τις σχέσεις της εξουσίας και της γνώσης στο σύγχρονο πλαίσιο καθώς και οι νέες μορφές κοινωνικής ρύθμισης των συλλογικών και ατομικών υποκειμενικοτήτων στο πεδίο της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών.
Ως παραδείγματα μελέτης του πλαισίου της αλληλεπίδρασης των επιπέδων δράσης και της νοηματοδότησης του λόγου των ευρωπαϊκών εκπαιδευτικών πολιτικών θεωρούνται και χρησιμοποιούνται μεθοδολογικά τα εξής: α) το ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ (Ενέργεια 2.2.2) για την αναμόρφωση και την αναβάθμιση των προγραμμάτων σπουδών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και β) το πρόγραμμα Tuning Education Structures in Europe για την προώθηση της μεθοδολογίας των μαθησιακών αποτελεσμάτων και των ικανοτήτων στα προγράμματα των ευρωπαϊκών ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης. Τα βασικά ερευνητικά ερωτήματα που τίθενται είναι:

α) πώς τα Παιδαγωγικά Τμήματα ανταποκρίνονται και διαχειρίζονται τις σύγχρονες προκλήσεις της εκπαιδευτικής πολιτικής;
β) τι αλλαγές προωθούν στις αρχές αναπλαισίωσης και στα πρότυπα της γνώσης; και τελικά
γ) τι συνεπάγονται αυτές οι αλλαγές για τα πρότυπα ταυτότητας των προγραμμάτων/τμημάτων και για τις ταυτότητες των νέων εκπαιδευτικών; Τα δεδομένα προέρχονται από έρευνα με ερωτηματολόγιο προς τα μέλη ΔΕΠ των τμημάτων και από την κειμενική ανάλυση εγγράφων σχετικών με τα προγράμματα σπουδών και τις αναμορφώσεις τους.

Πρόκειται για τους Οδηγούς Σπουδών και για τα τεχνικά δελτία των υποέργων αναμόρφωσης των προγραμμάτων σπουδών στα πλαίσια του ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ.
Θεωρητικά η μελέτη, προκειμένου να αναδείξει τις πολύ-επίπεδες σχέσεις της εξουσίας και της γνώσης στο σύγχρονο πλαίσιο της παγκόσμιας διακυβέρνησης,
συνδυάζει διαφορετικές προσεγγίσεις της θεωρίας του λόγου. Συγκεκριμένα, αξιοποιεί τις έννοιες του λόγου και της κυβερνησιμότητας, όπως έχουν εξελιχθεί
στη σύγχρονη φουκοϊκή ανάλυση των (εκπαιδευτικών) πολιτικών (Ball, 2008a, Dean, 2006). Ενώ, για την ανάπτυξη του μοντέλου ανάλυσης, στηρίχθηκε στη θεωρία του παιδαγωγικού λόγου και στις επιμέρους έννοιες της ταξινόμησης, της περιχάραξης και των νοηματικών προσανατολισμών, όπως αναπτύχθηκαν από τον Basil Bernstein (1971, 1990, 2000). Το κύριο επιχείρημα, το οποίο οφείλουμε στον Bernstein, είναι ότι ο τρόπος που επιλέγεται, μεταδίδεται και αξιολογείται η γνώση σε ένα πρόγραμμα σπουδών, και εν προκειμένω στα πανεπιστημιακά προγράμματα αρχικής εκπαίδευσης εκπαιδευτικών, είναι εξαιρετικής σημασίας για την κατανόηση αφενός των αλλαγών που συμβαίνουν στο ευρύτερο πεδίο της εκπαιδευτικής πολιτικής και αφετέρου των μετασχηματισμών των εκπαιδευτικών πρακτικών και των ταυτοτήτων στο μικροεπίπεδο των ιδρυμάτων.
Ένα από τα βασικά ερευνητικά ευρήματα της μελέτης υποδεικνύει ότι παρόλο που στην Ελλάδα η μεθοδολογία των ικανοτήτων δεν είναι ακόμα ένα ισχυρό στοιχείο του επίσημου λόγου για την ανώτατη εκπαίδευση, οι αλλαγές που καταγράφονται στις αρχές αναπλαισίωσης της εκπαιδευτικής γνώσης δημιουργούν τις συμβολικές και οργανωτικές συνθήκες για την επίσημη είσοδο της γλώσσας των ικανοτήτων στην εκπαίδευση των εκπαιδευτικών και στην ανώτατη εκπαίδευση γενικότερα. Οι σημαντικότερες από τις αλλαγές αυτές είναι η διάδοση της ιδέας της διεπιστημονικότητας και των προοδευτικών παιδαγωγικών πρόσκτησης της γνώσης, αλλά με νοήματα που παραπέμπουν στην ικανότητα «επίλυσης προβλημάτων», στη (αυτό)-ρύθμιση με προσανατολισμό προς συγκεκριμένα πλαίσια (επαγγελματικής) πρακτικής, στη δια βίου μάθηση και στην επιτελεστικότητα. Σύμφωνα με το θεωρητικό μοντέλο της μελέτης, τα χαρακτηριστικά αυτά περιγράφουν ένα αναδυόμενο τύπο εκπαιδευτικής πρακτικής για την ανώτατη εκπαίδευση, τη διαθεματικότητα, η οποία ως νέα μορφή κοινωνικής ρύθμισης της υποκειμενικότητας των εκπαιδευτικών λειτουργεί με τρόπο που οδηγεί στην αποεξειδίκευσή τους (Beck, 2009).

Καβασακάλης Αγγελος. 2011.«Ελληνικά Πανεπιστήμια και Αξιολόγηση: Η διασφάλιση της Ποιότητας στον Ευρωπαϊκό Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης». (επιβλέπων Γιώργος Σταμέλος).

Η παρούσα διδακτορική διατριβή έχει ως στόχο τη συνεισφορά στην ανάλυση και ερμηνεία
της έντασης και διαμάχης κατά τη διάρκεια παραγωγής και εφαρμογής προγραμμάτων
πολιτικής σχετικών με τη διασφάλιση της ποιότητας στο ελληνικό πανεπιστήμιο.
Η βασική θεώρηση της εργασίας είναι ότι δρώντες (συλλογικοί και μεμονωμένοι)
σχηματίζουν δίκτυα πολιτικής τα οποία συνασπίζονται και συγκρούονται με άλλους
αντίστοιχους συνασπισμούς δικτύων έχοντας ως διακύβευμα την προώθηση και εφαρμογή
πολιτικών σχετικά με το πανεπιστήμιο.
Από την ανάλυση της ελληνικής περίπτωσης διαφαίνεται ότι κάθε προσπάθεια προώθησης
ενός θεσμοποιημένου συστήματος διασφάλισης της ποιότητας στα ελληνικά πανεπιστήμια
είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της έντασης στο χώρο του πανεπιστημίου. Οι ελληνικές
κυβερνήσεις εντατικοποίησαν τις προσπάθειές τους για την ψήφιση και εφαρμογή ενός
σχετικού νόμου, καθώς το θέμα της διασφάλισης της ποιότητας είχε τεθεί ως κεντρικό, ήδη
από το 1998, μέσω των ευρωπαϊκών εκπαιδευτικών πολιτικών στην ανώτατη εκπαίδευση.
Η παραγωγή, η επεξεργασία και η ερμηνεία των ερευνητικών δεδομένων οδήγησε
επιγραμματικά στα κεντρικά ευρήματα της παρούσης διδακτορικής διατριβής:
Η πρώτη αλλαγή πολιτικής πραγματοποιείται το 2005 με την παραγωγή συγκεκριμένου
προγράμματος πολιτικής για τη διασφάλιση της ποιότητας στο ελληνικό πανεπιστήμιο
(Ν.3374/2005). Η αλλαγή αυτή πραγματοποιείται κυρίως εξαιτίας των εξωτερικών συνθηκών
του υποσυστήματος. Τόσο πριν από την παραγωγή του προγράμματος όσο και αμέσως μετά
δημιουργούνται δύο ισχυροί αντιτιθέμενοι συνασπισμοί δικτύων με συγκρίσιμους πόρους.
Κατά τη διάρκεια της αρχικής περιόδου εφαρμογής του προγράμματος, οι εξελίξεις εντός του
υποσυστήματος πολιτικής του ελληνικού πανεπιστημίου προκαλούν αλλαγές στους πόρους
των δύο συνασπισμών και στη θέση ισορροπίας της ισχύος. Ο συνασπισμός δικτύων
«Εναντίον» του προγράμματος πολιτικής φαίνεται να αποδυναμώνεται διαρκώς με
αποτέλεσμα να μην μπορεί να διατηρήσει με αποτελεσματικό τρόπο την ένταση σε υψηλά
επίπεδα. Ο δε συνασπισμός «Υπέρ» φαίνεται να ισχυροποιείται αρκετά έναντι του
αντιτιθέμενου συνασπισμού, με αποτέλεσμα να μπορεί να μεταβάλλει τις μεταξύ τους
ισορροπίες ώστε να δημιουργούνται σαφώς ευνοϊκότερες συνθήκες για την υλοποίηση του
προγράμματος, ιδιαίτερα από το 2008 και μετά.
Οι παραπάνω αλλαγές πολιτικής, αν και σημαντικές, δεν συνοδεύονται από παράλληλη
παραγωγή γνώσης εξαιτίας πολιτικής εμπειρίας τόσο εντός όσο και μεταξύ των
αντιμαχόμενων συνασπισμών δικτύων. Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι η πολιτική
εμπειρία δεν υπήρξε αμελητέα καθώς η σύγκρουση και η αντιπαράθεση για το συγκεκριμένο
ζήτημα πολιτικής ήταν διαρκώς παρούσα για μία δεκαετία περίπου.

Μπαρτζάκλη Μαριάννα. «Εκπαιδευτική Πολιτική για τη Διασφάλιση της Ποιότητας στην Εκπαίδευση: Οι Σχολικοί Σύμβουλοι της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης». (επιβλέπων Γιώργος Σταμέλος).

Η παρούσα διατριβή ασχολείται με την έννοια της Ποιότητας της Εκπαίδευσης και συγκεκριμένα εστιάζεται στο ρόλο και τη δράση του Σχολικού Συμβούλου Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης στο θέμα αυτό ως υπεύθυνου για την επιστημονική και παιδαγωγική καθοδήγηση και αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.

Οι πολιτικές για την ποιότητα φαίνεται ότι δεν προέρχονται από την ελληνική παράδοση ή και τις ελληνικές εκπαιδευτικές προτεραιότητες. Είναι περισσότερο επίδραση της συμμετοχής της χώρας σε υπερ-εθνικούς και διεθνείς θεσμούς και μορφώματα. Κατά συνέπεια, η εργασία αυτή εκκινεί από τη διττή διαπίστωση πως η διερεύνηση της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής για την εκπαίδευση δεν μπορεί παρά να εστιάζει ταυτόχρονα, τόσο στο διεθνές περιβάλλον (ΕΕ και μεγάλοι διεθνείς οργανισμοί) όσο και στις ιδιαιτερότητες του εθνικού μέσα από τις δράσεις φορέων που μπορούν να διαμορφώσουν, να επηρεάσουν ή να καθορίσουν την τελική επιτυχία μιας οποιασδήποτε δέσμης πολιτικών αποφάσεων κατά την εφαρμογή τους.

Στο πλαίσιο αυτό γίνεται απόπειρα να αναλυθεί η έννοια της Ποιότητας της Εκπαίδευσης, να διερευνηθεί το πώς προσεγγίζεται από τους μεγάλους διεθνείς οργανισμούς και πώς σχεδιάζεται και εν τέλει υλοποιείται ως εκπαιδευτική πολιτική. Στη συνέχεια, ενδιαφέρει το πώς αυτή η πολιτική μεταφέρεται, εφαρμόζεται και προσαρμόζεται τελικά στην ελληνική πραγματικότητα.

Μέσα από την ανάλυση περιεχομένου κειμένων διεθνών οργανισμών, ευρωπαϊκών νομοθετικών κειμένων, ελληνικών νομοθετημάτων και του Διδασκαλικού Βήματος (1993-2008) καθώς και την ανάλυση ημί-δομημένων συνεντεύξεων σε 28 Σχολικούς Συμβούλους Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης επιχειρείται η ανάλυση και ερμηνεία τόσο των πολιτικών για την εκπαίδευση, διεθνώς και στην Ελλάδα, όσο και το ρόλο του Σχολικού Συμβούλου σε αυτές.

Στα ευρήματα της έρευνας αναδεικνύονται και ερμηνεύονται οι λόγοι απόστασης θέσπισης και εφαρμογής των νομοθετημάτων που παρατηρείται στην ελληνική εκπαιδευτική πολιτική. Ακόμα συγκαταλέγονται τα εμπόδια που συναντά ο Σχολικός Σύμβουλος κατά τη δράση του, οι περιορισμοί της δράσης του καθώς επίσης και τα περιθώρια που έχει να αναπτύξει πρακτική που στοχεύει στην ποιότητα της εκπαίδευσης. Προς επικύρωση αλλά και ανάδειξη της καλής πρακτικής χρησιμοποιούνται ευρήματα έρευνας πεδίου σε εκπαιδευτικούς πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Βασιλόπουλος Ανδρέας, 2004, «Οι προκλήσεις της διευρυμένης πρόσβασης στο ελληνικό Πανεπιστήμιο», ΠΤΔΕ, Παν/μιο Πατρών. (επιβλέπων Γιώργος Σταμέλος).

Η παρούσα διατριβή μελετά το ζήτημα της Διευρυμένης Πρόσβασης στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο στο πλαίσιο της συμμετοχής της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση(ΕΕ). Η πρόσβαση στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο διευρύνθηκε, την τελευταία δεκαετία, υπό την έννοια της επέκτασης των σημείων εισόδου από όπου μπορεί πλέον ένα ευρύτατο φάσμα πληθυσμού -που δεν περιορίζεται πια μόνο στους χρήστες- φοιτητές, επιμοροφούμενοι κλπ- των εκπαιδευτικών και ερευνητικών δραστηριοτήτων που αναπτύσσονται στο πανεπιστήμιο αλλά εκτείνεται και σε εκείνους που αποκτούν, περιστασιακή, κυρίως, εργασιακή σχέση με αυτό (διδάσκοντες, ερευνητές κλπ)- να προσεγγίσει την πανεπιστημιακή διδασκαλία και έρευνα εντός ενός θεσμικού πλαισίου που έχει διαμορφώσει το ελληνικό κράτος και της χρηματοδότησης που παρέχουν οργανισμοί, φορείς ή φυσικά πρόσωπα, που εντοπίζονται στο υπερεθνικό, εθνικό και υποεθνικό επίπεδο. Σε αυτό το πλαίσιο, η συγκεκριμένη έρευνα εξετάζει, αφενός, τις εξελίξεις που οδήγησαν σε αυτό το φαινόμενο και, αφετέρου, τις προκλήσεις που τίθενται, ειδικά για τα Παιδαγωγικά Τμήματα Δημοτικής Εκπαίδευσης (ΠΤΔΕ) στην Ελλάδα. Χρησιμοποιεί ποιοτικές μεθόδους συλλογής δεδομένων: α) ανάλυση τεκμηρίων, και β ) ημι-κατευθυνόμενες, ανοικτές συνεντεύξεις. Τα αποτελέσματα της έρευνας υποδηλώνουν, κατ’ αρχήν, ότι το φαινόμενο της διεύρυνσης της πρόσβασης στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο και, συγκεκριμένα, στα ΠΤΔΕ αναπτύχθηκε στο πλαίσιο άσκησης της εκπαιδευτικής πολιτικής της ΕΕ εξυπηρετώντας παράλληλα εθνικούς στόχους και, επιμέρους, επιδιώξεις φορέων και δρώντων στο υπο-εθνικό επίπεδο. Δεύτερον, από τα αποτελέσματα της έρευνας φαίνεται ότι η διεύρυνση της πρόσβασης στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο έθεσε σημαντικές, πρωτόφαντες, προκλήσεις στα ΠΤΔΕ οι οποίες αφορούν, μεταξύ άλλων, τη λειτουργία, το σύγχρονο ρόλο και προσανατολισμό τους αλλά και τις μελλοντικές προοπτικές εντός τους πλαισίου διαμόρφωσης του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης, του Ευρωπαϊκού Χώρου Έρευνας κλπ.

Δακοπούλου Αθανασία, 2004, Πολιτικές Επιμόρφωσης των Εκπαιδευτικών Α/βάθμιας Εκπαίδευσης και ο ρόλος του Πανεπιστημίου στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, ΠΤΔΕ, Παν/μιο Πατρών. (επιβλέπων Γιώργος Σταμέλος).

Στη διατριβή αυτή εξετάζονται οι επιμορφωτικές πολιτικές για Έλληνες εκπαιδευτικούς πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ο ερευνητικός φακός εστιάζει σε μια περίπτωση επιμορφωτικής πολιτικής και ειδικότερα στην περίοδο από το θεσμικό μετασχηματισμό των Διδασκαλείων Δημοτικής Εκπαίδευσης (έτος 1995) έως και το έτος 2003. Αντικείμενο της έρευνας αποτελεί η ανίχνευση, η υλοποίηση, η περιγραφή και η ανάλυση της διαδικασίας συγκρότησης και της υλοποίησης της επιμορφωτικής αυτής πολιτικής, καθώς και των βασικών παραγόντων που επέδρασαν σε αυτήν.

Ερευνητικά δεδομένα προκύπτουν από εστιασμένες συνεντεύξεις που διενεργήθηκαν με τους εμπλεκόμενους μακρο-φορείς δράσης, αλλά και από την ανάλυση περιεχομένου πρωτογενών γραπτών πηγών πολιτικού χαρακτήρα. Τα αποτελέσματα της έρευνας παρουσιάζονται σε δύο μέρη, έτσι ώστε να καθίσταται ευδιάκριτη η χρονική οριοθέτηση των ΄δυο φάσεων οι οποίες εξετάζονται, αυτή της συγκρότησης και αυτή της υλοποίησης την διερευνώμενης εκπαιδευτικής πολιτικής.

Σχετικά με τη συγκρότηση της διερευνώμενης επιμορφωτικής πολιτικής, η διατριβή κατατείνεται στην ύπαρξη ενός πολύπλοκου σχηματισμού δικτύων φορέων δράσης στο πεδίο της εκπαιδευτικής πολιτικής. Παράλληλα, στο πλαίσιο της διερεύνησης της υλοποίησης της επιμορφωτικής αυτής πολιτικής, τμήμα της διατριβής αφιερώνεται στην εξέταση πτυχών της οργάνωσης, διοίκησης και μεθοδολογίας επιμόρφωσης των Διδασκαλείων Δημοτικής Εκπαίδευσης. Ερευνητικά δεδομένα προερχόμενα από την αποτίμηση των οδηγών σπουδών, καθώς και από την αξιοποίηση σχετικών κειμένων διοικητικού χαρακτήρα συνθέτουν το οργανωτικό, διοικητικό και μεθοδολογικό μωσαϊκό της λειτουργίας του φορέα-προϊόντος της διερευνώμενης επιμορφωτικής πολιτικής.